νεόγαια

νεόγαια
η
ζωογεωγραφική περιοχή η οποία περιλάμβανε παλαιότερα τη νεοαρκτική υποπεριοχή και τη νεοτροπική περιοχή, αλλά σήμερα αναφέρεται μόνο στην τελευταία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. Terre neuve. Η λ. μαρτυρείται από το 1859 στον Αν. Πολυζωίδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… …   Dictionary of Greek

  • ζωογεωγραφικές περιοχές — Περιοχές κατανομής των ζωικών οργανισμών στην επιφάνεια της Γης. Διακρίνονται με βάση την εργασία του ζωογεωγράφου Γουάλας ο οποίος διέκρινε τις εξής βιογεωγραφικές περιοχές: την παλαιοαρκτική που περιλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της Ευρασίας.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”