- νεόγαια
- ηζωογεωγραφική περιοχή η οποία περιλάμβανε παλαιότερα τη νεοαρκτική υποπεριοχή και τη νεοτροπική περιοχή, αλλά σήμερα αναφέρεται μόνο στην τελευταία.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. Terre neuve. Η λ. μαρτυρείται από το 1859 στον Αν. Πολυζωίδη].
Dictionary of Greek. 2013.